μυρτιά


μυρτιά
Προφορά

Ετυμολογία
μυρτιά μεσαιωνική ελληνική μυρτιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μυρτιά

✦ το φυτό μύρτος η κοινή, σμυρτιά: ω δάση από μυρτιές, ω κήποι από ζουμπούλια (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.