μυλωνάς
Προφορά
Ετυμολογία
μυλωνάς μεσαιωνική ελληνική μύλων (= μύλος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μυλωνάς
✦ θηλ. μυλωνού ο ιδιοκτήτης ή εργάτης μύλου
✦ (παροιμ.) θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά, για πρόσωπα ή πράγματα που φαίνονται καλά ή ωραία, κατά βάθος όμως δεν είναι – κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, για κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο απ’ αυτό που είναι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–