μυαλό
Προφορά
Ετυμολογία
μυαλό μεσαιωνική ελληνική μυαλόν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μυαλό
✦ μυελός, εγκέφαλος
✦ σύνεση
✦ εξυπνάδα, αντίληψη
✦ φρ. έχει θηλυκό μυαλό, είναι επινοητικός – πήραν τα μυαλά του αέρα, επιθυμεί τα αδύνατα ή φαντάζεται ότι έχει ανύπαρκτες ικανότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–