μπόχα
Προφορά
Ετυμολογία
μπόχα απόχα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπόχα
✦ δυσοσμία: η μπόχα των στάβλων… Όλ’ αυτά του τυραννούσαν τα ρουθούνια, το λαρύγγι, τα πλεμόνια, την καρδιά (Μ. Καραγάτσης) – όπως σε μια ντουλάπα που έχει χρόνια ν’ ανοιχτεί, κινδυνεύεις να σε πάρει η μπόχα (Μ. Κουμανταρέας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–