μπότσος


μπότσος
Προφορά

Ετυμολογία
μπότσος └ιταλ┘bozzo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπότσος

✦ αλυσίδα ή χοντρό σκοινί για το δέσιμο και τη στερέωση της άγκυρας, και γεν. κάθε κινητού εξαρτήματος του καταστρώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.