μπότα


μπότα
Προφορά

Ετυμολογία
μπότα μεσαιωνική ελληνική μπότα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπότα

✦ ανδρικό ή γυναικείο παπούτσι που φτάνει ψηλά ως το γόνατο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.