μπόσικος
Προφορά
Ετυμολογία
μπόσικος └τουρκ┘bo
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μπόσικος -η, -ο
✦ χαλαρός, επισφαλής
✦ (μτφ. για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος
✦ πληθ. ουδ. μπόσικα ως ουσ., τα πλάγια μαλακά μέρη της κοιλιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μπόσικα