μπόρα


μπόρα
Προφορά

Ετυμολογία
μπόρα └βενετ┘ bora

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπόρα

✦ ξαφνική και ραγδαία βροχή μικρής διάρκειας
✦ θύελλα, καταιγίδα
(μτφ. ) παροδικό κακό: φρ. μπόρα είναι και θα περάσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.