μπόμπα
Προφορά
Ετυμολογία
μπόμπα └ιταλ┘bomba
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπόμπα
✦ βόμβα
✦ μεγάλο βαρέλι
✦ μεταλλική φιάλη για μεταφορά ή αποθήκευση αερίων υπό πίεση: μπόμπα υγραερίου
✦ φρ. έπεσε σαν μπόμπα, συνέβη ή ακούστηκε κάτι ξαφνικά
✦ (αργκό) νοθευμένο αλκοολούχο ποτό: η νοθεία στα ποτά, οι γνωστές «μπόμπες» είναι νόμιμο καθεστώς στην ελληνική επικράτεια (Τα Νέα)
✦ (αργκό) ως χαρακτηρισμός για κάτι το εξαιρετικά απολαυστικό
✦ είδος μεγάλου σάντουιτς, κυλινδρικού σχήματος, από αλλεπάλληλες φέτες ψωμιού που κόβεται σε μικρά σάντουιτς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–