μπόλιασμα


μπόλιασμα
Προφορά

Ετυμολογία
μπόλιασμα μπολιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπόλιασμα

✦ εμβολιασμός
✦ (για δένδρα) προσκόλληση οφθαλμοφόρου βλαστού ενός δένδρου σε άλλο ώστε να σχηματισθεί νέο με τις ιδιότητες του πρώτου
(μτφ. ) μετάδοση και ενσωμάτωση ενός στοιχείου σε άλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.