μπόι


μπόι
Προφορά

Ετυμολογία
μπόι └τουρκ┘boy

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπόι

✦ το ύψος, το ανάστημα του ανθρώπου: μπόι δυο πήχες, κόψη κακή (Γ. Σουρής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.