μπόγος


μπόγος
Προφορά

Ετυμολογία
μπόγος κατά Ανδριώτη, αγν. ετύμου. Κατά τον Φ. Κόνρατ από το ιδιωμ. └τουρκ┘boy

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπόγος

✦ δέμα ρούχων
(μτφ. ) άνθρωπος κοντός και χοντρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.