μπριγκέτα


μπριγκέτα
Προφορά

Ετυμολογία
μπριγκέτα └γαλλ┘ briquette

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπριγκέτα

✦ πλίνθος από σκόνη πετροκάρβουνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.