μπρασελέ
Προφορά
Ετυμολογία
μπρασελέ └γαλλ┘ bracelet
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το μπρασελέ
✦ κόσμημα με μορφή κρίκου που φοριέται γύρω από τον καρπό ή γύρω από τον αστράγαλο
✦ μεταλλικό εξάρτημα στο οποίο στερεώνεται το ρολόι χεριού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–