μπούσουλας


μπούσουλας
Προφορά

Ετυμολογία
μπούσουλας μεσαιωνική ελληνική μπούσουλας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπούσουλας

✦ ναυτική πυξίδα
✦ φρ. έχασε τον μπούσουλα, μπερδεύτηκε, αποπροσανατολίστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.