μπούμερανγκ


μπούμερανγκ
Προφορά

Ετυμολογία
μπούμερανγκ └αγγλ┘boomerang

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μπούμερανγκ

✦ καμπύλο οξύ βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που έχει την ιδιότητα να επανέρχεται στο σημείο ρίψεως
(μτφ. ) πράξη ή επιχείρημα που στρέφεται τελικώς κατά του δράστη ή αυτού που πρόβαλε το επιχείρημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.