μπούκα
Προφορά
Ετυμολογία
μπούκα └λατιν┘ bucca (= στόμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπούκα
✦ στόμιο (πυροβόλου, λιμανιού, υπονόμου κτλ.)
✦ φρ. τον έχει στη μπούκα (του κανονιού), τον εχθρεύεται, επιδιώκει την εξόντωσή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–