μποϊκοτάζ


μποϊκοτάζ
Προφορά

Ετυμολογία
μποϊκοτάζ └γαλλ┘ boycottage

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μποϊκοτάζ

✦ εκούσια διακοπή κάθε οικονομικής σχέσης ή συναλλαγής με άτομο, επιχείρηση ή χώρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.