μπουχός
Προφορά
Ετυμολογία
μπουχός └σλαβ┘ muhu
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπουχός
✦ πυκνή αιωρούμενη σκόνη: να κυλιστώ με τ’ άλλα μέσα στη σκόνη και στον μπουχό (Κ. Βάρναλης)
✦ φρ. έγινε μπουχός, εξαφανίστηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–