μπουχτίζω


μπουχτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μπουχτίζω └τουρκ┘bιktιm, αόρ. του bιkmak

Ερμηνεία
ρήμα μπουχτίζω

✦ παραχορταίνω
(μτφ. ) αηδιάζω από κάτι ή δεν μπορώ πια να ανεχθώ κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.