μπουτονιέρα


μπουτονιέρα
Προφορά

Ετυμολογία
μπουτονιέρα └ιταλ┘bottoniera

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπουτονιέρα

✦ ειδική κουμπότρυπα, σχισμή στο πέτο σακακιού για να στερεώνεται άνθος ή μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.