μπουσούλισμα


μπουσούλισμα
Προφορά

Ετυμολογία
μπουσούλισμα μπουσουλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπουσούλισμα

✦ το να μετακινείται κάποιος χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια, όπως τα βρέφη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.