μπουσουλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
μπουσουλίζω κατά Ν. Ανδριώτη, ίσως από το μπούσουλας. Κατά Σκουβαρά, από το ρουμάν. επίρρημα abousile και abousele (=τετραποδητί, με τα τέσσερα), που πολιτογραφήθηκε στα νεο└ελλ┘ μέσω της κουτσοβλάχικης διαλέκτου
Ερμηνεία
μπουσουλίζω
✦ περπατώ με τα χέρια και τα πόδια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–