μπουρτζόβλαχος
Προφορά
Ετυμολογία
μπουρτζόβλαχος πιθ. από το └λατιν┘ burgus (= πύργος) + Βλάχος, με αρχαία ελληνική σημ. ο Βλάχος του πύργου, δηλ. των ορεινών χωριών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπουρτζόβλαχος
✦ αγροίκος, άξεστος χωριάτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–