μπουρλότο


μπουρλότο
Προφορά

Ετυμολογία
μπουρλότο └βενετ┘ burloto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπουρλότο

✦ πλοιάριο πυρπολικό
✦ φωτιά: έβαλε μπουρλότο στην καλύβα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.