μπουρινιασμένος


μπουρινιασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μπουρινιασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του μπουρινιάζω

Ερμηνεία
μπουρινιασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για καιρό) θυελλώδης, με δυνατούς ανέμους: μπουρινιασμένα πελάγη (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. για πρόσ.) πολύ θυμωμένος, οργισμένος: καβάλησε απότομα το μουλάρι, το κλότσησε κι έφυγε μπουρινιασμένος (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.