μπουμπάρι
Προφορά
Ετυμολογία
μπουμπάρι └τουρκ┘bumbar
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μπουμπάρι
✦ το παχύ έντερο
✦ είδος φαγητού από το παχύ έντερο σφάγιου παραγεμιστό με εντόσθια και μπαχαρικά
✦ (μτφ. ) κυλινδρικό κατασκεύασμα, εξάρτημα της γυναικείας κόμμωσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–