μπουλούκι


μπουλούκι
Προφορά

Ετυμολογία
μπουλούκι └τουρκ┘bölόk (= συντροφιά, λόχος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπουλούκι

✦ πλήθος ασύντακτο, στίφος
✦ (επί τουρκοκρατίας) μικρό στρατιωτικό σώμα, ιδ. από ατάκτους
✦ (θεατρ.) ανοργάνωτος περιπλανώμενος θίασος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.