μπουκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μπουκώνω μεσαιωνική ελληνική μπουκώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μπουκώνω
✦ γεμίζω το στόμα με τροφή: μην το μπουκώνεις έτσι το μωρό, θα το πνίξεις
✦ (μτφ. ) δωροδοκώ: μπούκωσε αρκετούς για να κάνει τη δουλειά του
✦ (αμτβ.) παραχορταίνω: δεν παίρνει άλλο· μπούκωσα
✦ (για μηχάνημα) δεν λειτουργώ καλά ή παύω να λειτουργώ εξαιτίας υπερπλήρωσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–