μπουκαπόρτα
Προφορά
Ετυμολογία
μπουκαπόρτα └βενετ┘ boca-porta
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπουκαπόρτα
✦ οριζόντια πόρτα υπογείου, καταπακτή
✦ πόρτα πλοίου που κλείνει ερμητικά, και κάνει στεγανό το πλοίο ή διαμέρισμα του πλοίου
✦ (ναυτ.) το άνοιγμα στα τοιχώματα πλοίου που χρησιμεύει για την φορτοεκφόρτωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–