μπουκαμβίλια
Προφορά
Ετυμολογία
μπουκαμβίλια └νεολατιν┘ bougainvillea, από το όν. του Γάλλου ναυτικού Bougainville
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπουκαμβίλια
✦ δενδρύλλιο αναρριχώμενο, με έντονα ανοιχτοκίτρινα, πορτοκαλόχρωμα ή βυσσινόχρωμα άνθη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–