μπουκαδούρα


μπουκαδούρα
Προφορά

Ετυμολογία
μπουκαδούρα └ιταλ┘boccatura

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπουκαδούρα

✦ άνεμος που πνέει στα στόμια των κόλπων με κατεύθυνση προς τον μυχό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.