μπουκάρω


μπουκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μπουκάρω └ιταλ┘boccare

Ερμηνεία
ρήμα μπουκάρω

✦ (ναυτ.) εισπλέω ορμητικά από την μπούκα, το στόμιο λιμανιού
✦ εισρέω ορμητικά από στενή δίοδο
(μτφ. ) εισορμώ: μπουκάρανε οι αστυνομικοί
(μτφ. ) παραβιάζω κλειστό χώρο για να κλέψω, κάνω διάρρηξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.