μπουζούκι
Προφορά
Ετυμολογία
μπουζούκι └τουρκ┘bozuk
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μπουζούκι
✦ έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο: και το μπουζούκι να λαλεί και το μικρό λαγούτο (Απ. Μελαχρινός)
✦ (πληθ.) τα μπουζούκια, ορχήστρα λαϊκών μουσικών οργάνων και το κέντρο όπου εμφανίζονται τέτοιες ορχήστρες: ξενυχτήσαμε στα μπουζούκια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–