μπουγάζι
Προφορά
Ετυμολογία
μπουγάζι └τουρκ┘bogaz
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μπουγάζι
✦ θαλάσσιο πέρασμα, πορθμός: μα η Έγριπο με το μπουγάζι, που πλήθιο ψάρι κατεβάζει (Κ. Βάρναλης)
✦ στενό
✦ ρεύμα αέρος από στενό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–