μποσκάρω


μποσκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μποσκάρω μπόσικος

Ερμηνεία
μποσκάρω

✦ κ. μποσκάρω ρ. (μπο- σ(ι)κάρισα, μποσ(ι)καρισμένος) χαλαρώνω, ξεσφίγγω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.