μπομπότα


μπομπότα
Προφορά

Ετυμολογία
μπομπότα └βενετ┘ bobotta

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπομπότα

✦ καλαμποκάλευρο
✦ ψωμί ή γλύκισμα από καλαμποκάλευρο: να γευτούμε τη σκληρή μπομπότα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.