μπομπονιέρα
Προφορά
Ετυμολογία
μπομπονιέρα └ιταλ┘bonboniera
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπομπονιέρα
✦ κουτί ή μικρή συσκευασία (από τούλι, δέρμα κτλ.) με κουφέτα που μοιράζεται σε γάμους ή βαφτίσια
✦ σκεύος για ζαχαρωτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–