μπομπή
Προφορά
Ετυμολογία
μπομπή πομπή• το αρκτ. μπ από τη συνεκφορά με το άρθρο την πομπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπομπή
✦ δημόσιος εξευτελισμός, διαπόμπευση
✦ ανήθικη πράξη: μην ξεσκεπάσω καθενού σας χωριστά τις μπομπές και τα μασκαραλίκια (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–