μπολσεβίκος


μπολσεβίκος
Προφορά

Ετυμολογία
μπολσεβίκος ρωσ. bolsevik

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπολσεβίκος

✦ θηλ. μπολσεβίκα μέλος του ρωσικού κομουνιστικού κόμματος
✦ οπαδός του μπολσεβικισμού
✦ (γεν.) άνθρωπος με επαναστατική ιδιοσυγκρασία, με ανατρεπτικές τάσεις: καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.