μπολιάζω


μπολιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
μπολιάζω └ουσ┘ μπόλι

Ερμηνεία
ρήμα μπολιάζω

✦ εμβολιάζω
✦ (για δένδρα) προσκολλώ οφθαλμοφόρο βλαστό ενός δένδρου σε άλλο ώστε να σχηματισθεί νέο με τις ιδιότητες του πρώτου
(μτφ. ) μεταδίδω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σ’ ένα σύνολο

Συνώνυμα
εγκεντρίζω, ενοφθαλμίζω, κεντρώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.