μπλοκάρω


μπλοκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μπλοκάρω └ιταλ┘bloccare

Ερμηνεία
ρήμα μπλοκάρω

✦ αποκλείω τη διέξοδο: ήταν… το κουρσάρικο που το μπλοκάρισε μες στο λιμάνι η χριστιανική αρμάδα (Π. Πρεβελάκης)
✦ περικυκλώνω: τα παλικάρια δίχως να χάσουνε καιρό τους μπλοκάρανε και τους τσακώσανε ζωντανούς (Διδώ Σωτηρίου)
✦ δεσμεύω: καταθέσεις μπλοκαρισμένες
✦ (για μηχανισμό) υφίσταμαι εμπλοκή και παύω να λειτουργώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.