μπλακάουτ


μπλακάουτ
Προφορά

Ετυμολογία
μπλακάουτ └αγγλ┘blackout

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μπλακάουτ

✦ συσκότιση σε περιοχή, πόλη κτλ. εξαιτίας κάποιας βλάβης στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.