μπλαζέ


μπλαζέ
Προφορά

Ετυμολογία
μπλαζέ └γαλλ┘ blasé

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ μπλαζέ ο

✦ αυτός που δεν βρίσκει ευχαρίστηση σε τίποτε, κουρασμένος και χορτάτος από τη ζωή: μπλαζέ ύφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.