μπλέκω


μπλέκω
Προφορά

Ετυμολογία
μπλέκω αρχαία ελληνική πλέκω

Ερμηνεία
ρήμα μπλέκω

✦ περιπλέκω, μπερδεύω
(μτφ. ) προκαλώ σύγχυση σε μιαν κατάσταση: μπερδεύτηκε η υπόθεση
(μτφ. ) ανακατώνω κάποιον περίπλοκα σε επιζήμια υπόθεση
✦ (αμτβ.) εμπλέκομαι: ούτε το κατάλαβα πώς έμπλεξα σ’ αυτή την μπερδεψοδουλειά
✦ δημιουργώ ερωτικές σχέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξεμπλέκω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.