μπιχλιμπίδι


μπιχλιμπίδι
Προφορά

Ετυμολογία
μπιχλιμπίδι ίσως από το λεμπλεμπίδια (= στραγάλια)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπιχλιμπίδι

✦ συνήθως στον πληθ. μπιχλιμπίδια, μικρά και ασήμαντα πράγματα
✦ διακοσμητικές λεπτομέρειες επίπλου, φορέματος κτλ.: καθισμένη στο βελούδο… φορτωμένη μπιχλιμπίδια από τ’ αφτιά ως τα βραχιόλια (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.