μπιστικός


μπιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μπιστικός μεταγενέστερη ελληνική πιστικός

Ερμηνεία
μπιστικός

✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. έμπιστος, αφοσιωμένος
✦ μισθωτός βοσκός: να ‘μουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.