μπιστεμένος


μπιστεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μπιστεμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος μπιστεύομαι

Ερμηνεία
μπιστεμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. έμπιστος: για μιαν αγάπη θα σας πω αγνή και μπιστεμένη (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.