μπικουτί


μπικουτί
Προφορά

Ετυμολογία
μπικουτί └γαλλ┘ bigoudi

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μπικουτί

✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. τα μπικουτί, μικροί, πλαστικοί ή μεταλλικοί κύλινδροι στους οποίους τυλίγονται τούφες από τα μαλλιά για να κατσαρώσουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.