μπιενάλε
Προφορά
Ετυμολογία
μπιενάλε └γαλλ┘ biennale, └ουδ┘ του επιθέτου biennal (= διετής)
Ερμηνεία
μπιενάλε
✦ άκλ. ουσ. καλλιτεχνική εκδήλωση, σχετική με τον κινηματογράφο και τις καλές τέχνες, που γίνεται, στον ίδιο τόπο, κάθε δύο χρόνια: η μπιενάλε της Βενετίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–